- μικρόβωλος
- μικρόβωλος, -ον (Α)αυτός που υπάρχει υπὸ μορφή μικρών βώλων («μικρόβωλος σμύρνα», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -βωλος (< βῶλος), πρβλ. καλλί-βωλος, χρυσό-βωλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρόβωλον — μικρόβωλος in small lumps masc/fem acc sg μικρόβωλος in small lumps neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek